κεφαλή

κεφαλή
-ῆς + N 1 97-122-66-80-68=433 Gn 3,15; 8,5; 11,4; 28,11.12
head (of men and anim.) Gn 3,15; id. (metaph.) Dt 28,13; head, leader JgsA 10,18; person, oneself
[τινος] SusTh 55; top Gn 8,5; capital (of a pillar) 1 Kgs 7,27; band or troop of soldiers (semit.?) Jb 1,17
κατὰ κεφαλήν individually, a head Ex 16,16; τῇ κεφαλῇ a piece Ex 39,3; ἐπὶ τὴν κεφαλήν τινος upon one’s res-ponsibility 2 Sm 1,16; κατὰ κεφαλῆς with the head covered Est 6,12; κεφαλὴ γωνίας head of the corner, most im-portant one (of a stone) Ps 117 (118),22; ἄνθρακας πυρὸς σωρεύσεις ἐπὶ τὴν κεφαλήν αὐτοῦ you shall heap burning embers on his head, you shall cause him pain (leading to contrition) Prv 25,22; ἀπὸ κεφαλῆς ἕως ποδῶν from head to foot, from top to toe Lv 13,12; ἀπὸ ποδῶν ἕως κεφαλῆς from foot to head, from top to toe Jb 2,7
*Sir 25,15(bis) κεφαλή head-שׁרֹא for שׁרֹא / שׁוֹר poison, venom (no ms evidence), cpr. Jb 20,16
Cf. CERVIN 1989, 85-112; DORIVAL 1994, 96; GRUDEM 1985 38-59; 1990 3-72; MURAOKA 1990b, 28;
SMEND 1906, 229; VAN ROON 1974, 278; WEVERS 1993, 449; WISSEMAN 1988, 377-384; →NIDNTT; TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Κεφαλῇ — Κεφαλή fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλῇ — κεφαλή fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεφαλή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλή — η 1. το πάνω μέρος του σώματος του ανθρώπου ή το μπροστινό μέρος του σώματος των ζώων, κεφάλι: Τον χτύπησε στην κεφαλή. 2. αρχηγός: Ο Χριστός είναι η κεφαλή της Εκκλησίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεφαλώνω — [κεφαλή] 1. εγκαθίσταμαι σε κάποια χώρα ως κυρίαρχος, γίνομαι αφέντης 2. αποκτώ περιουσία με την οποία μπορώ ν αρχίσω δική μου εργασία, ευπορώ 3. σφυροκοπώ την αιχμηρή άκρη καρφιού για να τό πλατύνω και να σχηματίσω κεφαλή …   Dictionary of Greek

  • Κεφαλῆι — Κεφαλῇ , Κεφαλή fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλῆι — κεφαλῇ , κεφαλή fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεφαλαῖν — Κεφαλή fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλαῖν — κεφαλή fem gen/dat dual (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”